μάχιμον

μάχιμον
μάχιμος
fit for battle
masc acc sg
μάχιμος
fit for battle
neut nom/voc/acc sg
μάχιμος
fit for battle
masc/fem acc sg
μάχιμος
fit for battle
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • Silenos — Betrunkener Silenos (römisch, 2. Jahrhundert, Louvre) Silenos oder Silen (altgriechisch Σιληνός oder Σειληνός, lat. Silenus, Selenus) ist in der griechischen Mythologie eine gegenüber wenig unterschiedenen Satyrn und Silenen indiv …   Deutsch Wikipedia

  • Prosopitis — (Nr.4), in der Spätzeit mit Saites (Nr.5) zusammengelegt Prosopitis, griechisch Προσοπῖτις (Femininum), war im antiken Ägypten eine Insel im westlichen Nildelta zwischen der saitischen (Σαϊτικὸν στόμα) und sebennytischen Ni …   Deutsch Wikipedia

  • κατορχούμαι — κατορχοῡμαι, έομαι (Α) 1. χορεύω θριαμβευτικά εμπαίζοντας κάποιον, χορεύω από χαιρεκακία για χλευασμό κάποιου («ἀναβαίνοντες γὰρ ἐπὶ τοὺς προμαχεῶνας τοῡ τείχεος οἱ Βαβυλώνιοι κατωρχέοντο καὶ κατέσκωπτον Δαρεῑον», Ηρόδ.) 2. υποτάσσω ή μαγεύω με… …   Dictionary of Greek

  • μετατεύχω — (Μ) αλλάζω σκευή, οπλισμό («αὐτὸς ἑαυτὸν εἰς μάχιμον μετατεύχειν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τεύχω «κατασκευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”